- κεστρωτός
- κεστρωτός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που έχει σκληρυνθεί στο άκρο του με τη φωτιά2. αυτός που έχει κατασκευαστεί με το γλυπτικό ζωγραφικό εργαλείο κέστρο*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κεστρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεστρωτόν — κεστρωτός with the point hardened in the fire masc acc sg κεστρωτός with the point hardened in the fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)